-
1 σαφηνίζω
σαφηνίζω, deutlich machen, erklären, erläutern; τοῠτο δὴ σαφηνιῶ, Aesch. Prom. 727; ἐξιστορήσας καὶ σαφηνίσας ὁδόν, Ch. 667; u. in Prosa: Xen. Cyr. 8, 4, 4; τὴν βασιλείαν, d. i. den Thronfolger bestimmen, 8, 7, 9; Mem. 4, 3, 4; Sp.
См. также в других словарях:
εξιστορώ — έω και άω (AM ἐξιστορῶ, έω) μσν. νεοελλ. διηγούμαι με κάθε λεπτομέρεια αρχ. μσν. διασαφηνίζω αρχ. 1. ερευνώ, πληροφορούμαι, βεβαιώνομαι («ἐξιστορήσας και σαφηνίσας ὁδόν», Αισχ.) 2. ανακρίνω κάποιον για να μάθω («μηδέ καρδίας δηκτήρια ἐξιστορῆσαι» … Dictionary of Greek